Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλεργός
φιλερημία
φιλέρημος
φιλέριθος
φίλερις
φιλεριστέω
φιλεριστής
φιλεριστία
φιλεριστικός
φιλέρισττος
φιλερνέω
φίλερος
φίλερως
φιλέσπερος
φιλεστιάτωρ
φιλεταίρειος
φιλεταίρειος
φιλεταίρειοϲ
φιλεταιρία
φιλεταιρικός
φιλεταίριον
View word page
φιλερνέω
φιλερνέω, cj. for λιφερνέω in Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλερνέω
Headword (normalized):
φιλερνέω
Headword (normalized/stripped):
φιλερνεω
IDX:
110939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φιλερνέω</span>, cj. for <span class="foreign greek">λιφερνέω</span> in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}