Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀξονήλατος
ἀξόνιον
ἀξόνιος
ἄξοος
ἄξος
ἀξουγγία
ἀξουγγιασμός
ἀξυγκρότητος
ἀξυλία
ἄξυλος
ἀξυμ
ἄξυνος
ἀξυρής
ἀξύστατος
ἀξύστος
ἄξων
ἀογκέω
ἄογκος
ἄοδμος
ἀοζέω
ἀοζία
View word page
ἀξυμ
ἀξυμ-, ἀξυν-, v. sub ἀσυμ-, ἀσυν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀξυμ
Headword (normalized):
ἀξυμ
Headword (normalized/stripped):
αξυμ
IDX:
11091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀξυμ-</span>, <span class="orth greek">ἀξυν-</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀσυμ-, ἀσυν-.</span> </div><br><br>'}