φιλανθρωπέω
φῐλανθρωπ-έω, = foreg.,
A). show kindness, τὰ πρὸς ἡμᾶς PCair.Zen. 428.14 (iii B. C.); τὰ λοιπὰ φ. τῇ πόλει SIG 456.8 (Ziaelas, iii B. C.); ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν πεφιλανθρώπηκε OGI 90.12 (Rosetta, ii B. C.).
II). trans., treat kindly, deal kindly with, τινα , al.; 3.76.2 τὸν τόπον 2 Ma. 13.23 , cf. POxy. 532.20 (ii A. D.):— Pass., προαιρούμενος .. τὸν δῆμον φιλανθρωπεῖσθαι Rev.Phil. 10(1936).253 (Ilium); φιλανθρωπηθείς (ap. 38.20.11 ); ἵν’ ὦ πεφιλανθρωπημένος that I may obtain redress, (ii B. C.). 31.21