Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φιλαθήναιος
φιλαθλητής
φίλαθλος
φῖλαι
φιλαίακτος
φιλαιδήμων
φιλαιδής
φιλαίματος
φίλαιμος
φιλαίμων
φιλαίτερος
φιλαίτιος
φιλακανθίς
φιλακίζομαι
φιλακόλαστος
φιλακόλουθος
φιλάκρατος
φιλακριβέω
φιλαλειπτεω
φιλαλεξανδρεύς
φιλαλέξανδρος
View word page
φιλαίτερος
φῐλαίτερος
,
φιλαίτατος
, irreg. Comp. and Sup. of
φίλος
(q. v. sub fin.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φιλαίτερος
Headword (normalized):
φιλαίτερος
Headword (normalized/stripped):
φιλαιτερος
IDX:
110811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110812
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλαίτερος</span>, <span class="orth greek">φιλαίτατος</span>, irreg. Comp. and Sup. of <span class="foreign greek">φίλος</span> (q. v. sub fin.).</div><br><br>'}