φθοροποιός
φθορο-ποιός, όν,
A). causing destruction, Boëth. Stoic. 3.265 , ap. Vett. Val. 80.7 , Alex. Praef., , 5.30.1 in Cat.Cod.Astr. 2.196 ; δύναμις ; 2.96 πάθος in Cael. 436.26 : c. gen., , al.; 2.327 τῶν ζῴων Gp. 2.27.5 ; μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου Pr. 414 .
2). abortifacient, Ps.- . 1.1