φθογγή
φθογγ-ή, ἡ, poet. form of φθόγγος,
A). voice of men, , 2.791 Supp. 197 , etc.; of the Sirens, v.l. for φθόγγον in ; 12.198 οἶκος εἰ φθογγὴν λάβοι σαφέστατ’ ἂν λέξειεν Ag. 37 , cf. Hipp. 418 ; τῶν ἁλόντων καὶ κρατησάντων .. φθογγάς Ag. 325 ; of the voice of Orpheus, ἦγε πάντ’ ἀπὸ φθογγῆς ib. 1630 ; βάλλει με .. φ. του Ph. 206 (lyr.); of birds and animals, ὥστ’ ἀηδόνος στόμα φθογγὰς ἱεῖσα Hec. 338 ; φ. ὀΐων τε καὶ αἰγῶν ; 9.167 μόσχων IT 293 (pl.).