Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φθέωμεν
φθία
φθίδιος
φθίνα
φθινάς
φθίνασμα
φθινάω
φθινόκαρπος
φθινόκωλος
φθινομετόπωρον
φθινοπωρικός
φθινοπωρινός
φθινοπωρίς
φθινοπωρισμός
φθινόπωρον
φθινύθω
φθίνυλλα
φθίνω
φθινώδης
φθινωδικός
φθῖος
View word page
φθινοπωρικός
φθῐν-οπωρικός, , όν, = sq.,
A). σήσαμον PLille 41.4 , al. (iii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φθινοπωρικός
Headword (normalized):
φθινοπωρικός
Headword (normalized/stripped):
φθινοπωρικος
IDX:
110694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110695
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φθῐν-οπωρικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σήσαμον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLille</span> 41.4 </span> , al. (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}