Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φθειρίαω
φθειρίζομαι
φθειριασμός
φθείριον
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
φθειροκτόνον
φθειροποιός
φθειροπύλη
φθειροτραγέω
φθειροτρωκτέω
φθειροφάγοι
φθειροφόρος
φθείρω
φθειρώδης
φθεῖσαι
φθερσίβροτος
View word page
φθειροκτόνον
φθειρο-κτόνον, τό,
A). = σταφὶς ἀγρία , Ps.- Dsc. 4.152 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φθειροκτόνον
Headword (normalized):
φθειροκτόνον
Headword (normalized/stripped):
φθειροκτονον
IDX:
110672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110673
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φθειρο-κτόνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">σταφὶς ἀγρία</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.152 </span>.</div> </div><br><br>'}