Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φθειρίασις
φθειρίαω
φθειρίζομαι
φθειριασμός
φθείριον
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
φθειροκτόνον
φθειροποιός
φθειροπύλη
φθειροτραγέω
φθειροτρωκτέω
φθειροφάγοι
φθειροφόρος
φθείρω
φθειρώδης
φθεῖσαι
View word page
φθειροκτονέω
φθειρο-κτονέω,
A). kill lice, ib. 1189 .


ShortDef

kill lice

Debugging

Headword:
φθειροκτονέω
Headword (normalized):
φθειροκτονέω
Headword (normalized/stripped):
φθειροκτονεω
IDX:
110671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110672
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φθειρο-κτονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">kill lice,</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:1189" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:1189/canonical-url/"> 1189 </a>.</div> </div><br><br>'}