Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φθεγκτικός
φθεγκτός
φθέγμα
φθεγματικός
φθέγξις
φθείρ
φθειράριος
φθειρίασις
φθειρίαω
φθειρίζομαι
φθειριασμός
φθείριον
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
φθειροκτονέω
φθειροκτόνον
φθειροποιός
φθειροπύλη
View word page
φθειριασμός
φθειρ-ιασμός
,
ὁ
,
A).
=
φθειρισμός
,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φθειριασμός
Headword (normalized):
φθειριασμός
Headword (normalized/stripped):
φθειριασμος
IDX:
110664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110665
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φθειρ-ιασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φθειρισμός</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}