Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φθαστέον
φθατέω
φθέγγομαι
φθεγγώδης
φθεγκτικός
φθεγκτός
φθέγμα
φθεγματικός
φθέγξις
φθείρ
φθειράριος
φθειρίασις
φθειρίαω
φθειρίζομαι
φθειριασμός
φθείριον
φθειρισμός
φθειριστικός
φθειρόβρωτος
φθειρογράφος
φθειροκομίδης
View word page
φθειράριος
φθειρ-άριος, α, ον,
A). lousy, Gloss.


ShortDef

lousy

Debugging

Headword:
φθειράριος
Headword (normalized):
φθειράριος
Headword (normalized/stripped):
φθειραριος
IDX:
110660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φθειρ-άριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lousy,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}