Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεσσίπονος
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνάριον
φερνή
φερνίζω
φέρνιον
φέροικος
φερόλβιος
φερόμβρον
φέροπλος
φερρεύει
View word page
φέριστος
φέριστος, η, ον,
A). v. φέρτατος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φέριστος
Headword (normalized):
φέριστος
Headword (normalized/stripped):
φεριστος
IDX:
110568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110569
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φέριστος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φέρτατος.</span> </div> </div><br><br>'}