Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φερέπολις
φερεπονέω
φερεπονία
φερέπονος
φερέπτερος
φερεπτόλεμος
φερέπτολις
φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεσσίπονος
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνάριον
φερνή
View word page
φερεσσίπονος
φερεσσίπονος [ῐ], ον,
A). = φερέπονος , IG 14.1015 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φερεσσίπονος
Headword (normalized):
φερεσσίπονος
Headword (normalized/stripped):
φερεσσιπονος
IDX:
110561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110562
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φερεσσίπονος</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φερέπονος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.1015 </span>.</div> </div><br><br>'}