Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φέρενα
φερένικος
φερέοικος
φερέοινος
φερέπολις
φερεπονέω
φερεπονία
φερέπονος
φερέπτερος
φερεπτόλεμος
φερέπτολις
φερεσανθής
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεσσίπονος
φερεστάφυλος
φερέσταχυς
φερεστέφανος
φερετρεύομαι
φερέτριος
φέρετρον
View word page
φερέπτολις
φερέ-πτολις,
A). v. φερέπολις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φερέπτολις
Headword (normalized):
φερέπτολις
Headword (normalized/stripped):
φερεπτολις
IDX:
110557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110558
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φερέ-πτολις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φερέπολις.</span> </div> </div><br><br>'}