Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φέννος
φεόγω
φεραϊκός
φεραῖος
φεράλιος
φερανθής
φέρασπις
φεραυγής
φερβήτης
φέρβω
φερεαυγής
φερέβοτρυς
φερέγγυος
φερεγλαγής
φερέζυγος
φερέζωος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερεκλεής
φερέκοσμος
φερεκράτειον
View word page
φερεαυγής
φερε-αυγής
,
ές
, poet. for
φεραυγής,
AP
9.634
.
ShortDef
bringing light
Debugging
Headword:
φερεαυγής
Headword (normalized):
φερεαυγής
Headword (normalized/stripped):
φερεαυγης
IDX:
110533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110534
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φερε-αυγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, poet. for <span class="foreign greek">φεραυγής,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.634 </span>.</div><br><br>'}