Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φελλίνιοι
φέλλινος
φελλίον
φελλὶς
φελλόδρυς
φελλόπους
φελλός
φελλοχαλαστέω
φελλώ
φελλώδης
φελόνης
φέλων
φέναγμα
φενάκη
φενακίζω
φενακικῶς
φενάκισμα
φενακισμός
φενακιστής
φενακιστικός
φενακνίς
View word page
φελόνης
φελόνης, φελόνιον,
A). v. φαιλόνης, φαιλόνιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φελόνης
Headword (normalized):
φελόνης
Headword (normalized/stripped):
φελονης
IDX:
110507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110508
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φελόνης</span>, <span class="orth greek">φελόνιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαιλόνης, φαιλόνιον.</span> </div> </div><br><br>'}