Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φειδαλφιτέω
Φειδιακός
φειδίτης
φειδίτια
φείδομαι
φειδομένως
φειδός
φειδώ
φειδωλή
φειδωλία
φειδώλιον
φειδωλός
φείδων
φειδώς
φειράω
φεισμονή
φειστέον
φέκλη
φελγύνει
φελίζω
φελλαγωγία
View word page
φειδώλιον
φειδώλ-ιον·
δίφρος, σφέλας, χόρτος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φειδώλιον
Headword (normalized):
φειδώλιον
Headword (normalized/stripped):
φειδωλιον
IDX:
110480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110481
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φειδώλ-ιον·</span> <span class="foreign greek">δίφρος, σφέλας, χόρτος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}