φέβομαι
φέβομαι, poet. Pass., only pres. and impf.,
A). = φοβέομαι , to be put to flight, flee in terror, οἱ δ’ ἐφέβοντο κατὰ μέγαρον ; 22.299 ἔνθα καὶ ἔνθα φέβοντο ; 15.345 ἔνθα καὶ ἔνθα διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι 8.107 ; αἴ κε φέβωμαι πληθὺν ταρβήσας 11.404 ; μένον ἔμπεδον οὐδὲ φέβοντο 5.527 ; ὑπ’ Ἀργείοισι φέβοντο 11.121 ; πεδίονδε φέβεσθαι : c. acc., 3.1345 flee from, φεβώμεθα Τυδέος υἱόν . (Cf. 5.232 φόβος, φοβέω, φοβερός, Lith. běgti 'run'.)