Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαύλιος
φαύλισμα
φαυλισμός
φαυλίστρια
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
φαυλουργός
φαῦνος
φαυοφόρος
φαυροφόρος
φαῦσιγξ
φαυσίμβροτος
φαῦσις
φαύσκω
φαῦσμα
φαυστήρ
φαυστήριος
φαύω
View word page
φαῦνος
φαῦνος· φαίνων ἑαυτόν, Hsch.; φαυόν· ἀκανθῶδες φυτόν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαῦνος
Headword (normalized):
φαῦνος
Headword (normalized/stripped):
φαυνος
IDX:
110449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαῦνος·</span> <span class="foreign greek">φαίνων ἑαυτόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; <span class="foreign greek">φαυόν· ἀκανθῶδες φυτόν,</span> Id.</div><br><br>'}