Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φατός
φάτρα
φατριά
φάτριν
φάττα
φαττάγης
φάττιον
φάττος
φαύζω
φαυλεπίφαυλος
φαυλία
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλισμός
φαυλίστρια
φαυλόβιος
φαυλόνους
φαυλορρημόνως
φαῦλος
φαυλότης
View word page
φαυλία
φαυλ-ία, ,
A). v. φαύλιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαυλία
Headword (normalized):
φαυλία
Headword (normalized/stripped):
φαυλια
IDX:
110437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110438
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαυλ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαύλιος.</span> </div> </div><br><br>'}