Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός
φάτρα
φατριά
φάτριν
φάττα
φαττάγης
φάττιον
φάττος
φαύζω
φαυλεπίφαυλος
φαυλία
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλισμός
φαυλίστρια
φαυλόβιος
φαυλόνους
View word page
φάττος
φάττος,
A). v. φάσσα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάττος
Headword (normalized):
φάττος
Headword (normalized/stripped):
φαττος
IDX:
110434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110435
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάττος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φάσσα.</span> </div> </div><br><br>'}