Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φατνόω
φάτνωμα
φατνωματικός
φάτνωσις
φατνωτός
φατός
φατός
φάτρα
φατριά
φάτριν
φάττα
φαττάγης
φάττιον
φάττος
φαύζω
φαυλεπίφαυλος
φαυλία
φαυλίζω
φαύλιος
φαύλισμα
φαυλισμός
View word page
φάττα
φάττα
,
ἡ
, Att. for
φάσσα.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φάττα
Headword (normalized):
φάττα
Headword (normalized/stripped):
φαττα
IDX:
110431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110432
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάττα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Att. for <span class="foreign greek">φάσσα.</span> </div><br><br>'}