φάσγαν-ον,
τό, poet. Noun,
A). sword, δῶκεν μέγα φ. ἥρως σὺν κολεῷ τε φέρων καὶ ἐϋτμήτῳ τελαμῶνι Il. 23.824 ;
κολεοῦ γυμνὸν φ. Pi. N. 1.52b ;
ἀμφιπλῆγι φ. S. Tr. 930 , cf.
E. Fr. 373 (
Cypr. acc. to
AB 1095 ).
2). = ξάνθιον , Dsc. 4.136 .
3). = ἀσπάλαθος , f.l. for σφάγνον in Id. 1.20 .