Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φαρυμός
φαρύνει
φάρχμα
φάρω
φάσαξ
φασγάνιον
φασγανίς
φασγανιῶσαν
φάσγανον
φασγανουργός
φασγάνω
φασήλιον
φασηλοειδής
φάσηλος
φάσθαι
Φασιανός
φάσιμος
φασίολος
View word page
φασγανιῶσαν
φασγαν-ιῶσαν· ἐξιφισμένην, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φασγανιῶσαν
Headword (normalized):
φασγανιῶσαν
Headword (normalized/stripped):
φασγανιωσαν
IDX:
110379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110380
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φασγαν-ιῶσαν·</span> <span class="foreign greek">ἐξιφισμένην,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}