Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαρόω
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρύγγεθρον
φαρυγγίζω
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φαρυμός
φαρύνει
φάρχμα
φάρω
φάσαξ
φασγάνιον
φασγανίς
φασγανιῶσαν
φάσγανον
φασγανουργός
φασγάνω
φασήλιον
View word page
φαρύνει
φαρύνει·
λαμπρύνει,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαρύνει
Headword (normalized):
φαρύνει
Headword (normalized/stripped):
φαρυνει
IDX:
110373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110374
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρύνει·</span> <span class="foreign greek">λαμπρύνει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}