Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαρμακωνῖτις
φάρμαξις
φαρμάσσω
φαρμιανὸν
φαρνάκειος
φάρξις
φᾶρος
φάρος
φάρος
Φάρος
φαροφόρος
φαρόω
φάρσος
φαρσοφόρος
φάρσωμα
φαρύγγεθρον
φαρυγγίζω
φαρυγγοτομία
φαρυγίνδην
φάρυγξ
φαρυμός
View word page
φαροφόρος
φαροφόρος,
A). v. φαυροφόρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαροφόρος
Headword (normalized):
φαροφόρος
Headword (normalized/stripped):
φαροφορος
IDX:
110362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110363
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαροφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαυροφόρος.</span> </div> </div><br><br>'}