Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαρμακόω
φαρμακτήρ
φαρμακτήριος
φαρμάκτης
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φαρμακωνῖτις
φάρμαξις
φαρμάσσω
φαρμιανὸν
φαρνάκειος
φάρξις
φᾶρος
φάρος
φάρος
Φάρος
φαροφόρος
φαρόω
φάρσος
φαρσοφόρος
View word page
φαρμιανὸν
φαρμιανὸν μάλαγμα, a plaster, Asclep. ap. Gal. 13.975 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρμιανὸν
Headword (normalized):
φαρμιανὸν
Headword (normalized/stripped):
φαρμιανον
IDX:
110355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110356
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρμιανὸν</span> <span class="foreign greek">μάλαγμα,</span> a plaster, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Asclep.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.975 </span>.</div><br><br>'}