Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαρμακοτρίπτης
φαρμακουργός
φαρμακοφόρος
φαρμακόω
φαρμακτήρ
φαρμακτήριος
φαρμάκτης
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φαρμακωνῖτις
φάρμαξις
φαρμάσσω
φαρμιανὸν
φαρνάκειος
φάρξις
φᾶρος
φάρος
φάρος
Φάρος
φαροφόρος
View word page
φαρμακωνῖτις
φαρμᾰκ-ωνῖτις Ἀνδρομάχου βίβλος,
A). = φαρμακῖτις (which shd. perh. be read), Gal. 13.890 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρμακωνῖτις
Headword (normalized):
φαρμακωνῖτις
Headword (normalized/stripped):
φαρμακωνιτις
IDX:
110352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110353
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρμᾰκ-ωνῖτις</span> <span class="foreign greek">Ἀνδρομάχου βίβλος,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φαρμακῖτις</span> (which shd. perh. be read), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.890 </span>.</div> </div><br><br>'}