Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαρμακοπωλέω
φαρμακοπώλης
φάρμακος
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακοτρίπτης
φαρμακουργός
φαρμακοφόρος
φαρμακόω
φαρμακτήρ
φαρμακτήριος
φαρμάκτης
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φαρμακωνῖτις
φάρμαξις
φαρμάσσω
φαρμιανὸν
φαρνάκειος
φάρξις
View word page
φαρμακτήριος
φαρμᾰκ-τήριος
,
α
,
ον
,
A).
=
φαρμακευτικός
,
Lyc.
1138
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαρμακτήριος
Headword (normalized):
φαρμακτήριος
Headword (normalized/stripped):
φαρμακτηριος
IDX:
110347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110348
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρμᾰκ-τήριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φαρμακευτικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1138 </span>.</div> </div><br><br>'}