Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
φαρμακοπωλέω
φαρμακοπώλης
φάρμακος
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακοτρίπτης
φαρμακουργός
φαρμακοφόρος
φαρμακόω
φαρμακτήρ
φαρμακτήριος
φαρμάκτης
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φαρμακωνῖτις
φάρμαξις
View word page
φαρμακουργός
φαρμᾰκουργός, όν,
A). = φαρμακοποιός , Lyc. 61 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρμακουργός
Headword (normalized):
φαρμακουργός
Headword (normalized/stripped):
φαρμακουργος
IDX:
110343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110344
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρμᾰκουργός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φαρμακοποιός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 61 </span>.</div> </div><br><br>'}