Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
φαρμακοπωλέω
φαρμακοπώλης
φάρμακος
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακοτρίπτης
φαρμακουργός
φαρμακοφόρος
φαρμακόω
φαρμακτήρ
φαρμακτήριος
φαρμάκτης
φαρμακτός
φαρμακώδης
φαρμακών
φαρμακωνῖτις
View word page
φαρμακοτρίπτης
φαρμᾰκο-τρίπτης, ου, , = foreg., AB 314 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρμακοτρίπτης
Headword (normalized):
φαρμακοτρίπτης
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοτριπτης
IDX:
110342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110343
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρμᾰκο-τρίπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 314 </span>.</div><br><br>'}