Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμακή
φαρμακηρός
φαρμακία
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίστρια
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
φαρμακοθήκη
φαρμακόμαντις
φάρμακον
φαρμακοποιέω
φαρμακοποιία
φαρμακοποιός
φαρμακοποσία
φαρμακοποτέω
View word page
φαρμακίων
φαρμᾰκ-ίων
,
ωνος
,
ὁ
,
A).
pharmacist,
nickname of Asclepiades Junior,
Gal.
13.441
.
ShortDef
pharmacist
Debugging
Headword:
φαρμακίων
Headword (normalized):
φαρμακίων
Headword (normalized/stripped):
φαρμακιων
IDX:
110326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110327
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρμᾰκ-ίων</span>, <span class="itype greek">ωνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pharmacist,</span> nickname of Asclepiades Junior, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.441 </span>.</div> </div><br><br>'}