φαρμακίτης
φαρμᾰκ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,
A). drugged or medicated, δακτύλιος φ. a ring containing poison, ; 87 οἶνος φ. ; fem. 5a φαρμακῖτις γῆ, = ἀμπελῖτις 11 , ; 5.160 φ. σαύρα ; also 13.56 ἡ φ. (sc. βίβλος) On Drugs, title of lost work by Hippocrates, Aff. 9.15 , 28 , al.; φαρμακίτιδες βίβλοι, by Andromachus, . 13.891
II). = ἀδηφάγος , ; cf. φαγεσωρῖτις.