Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαρμακεία1
φαρμάκεια2
φαρμακεργάτης
φαρμακεύς
φαρμάκευσις
φαρμακευτέον
φαρμακευτής
φαρμακευτικός
φαρμακεύτρια
φαρμακεύω
φαρμακή
φαρμακηρός
φαρμακία
φαρμακικός
φαρμάκιον
φαρμακίς
φαρμακίστρια
φαρμακίτης
φαρμακίων
φαρμακοδοσία
φαρμακόεις
View word page
φαρμακή
φαρμᾰκ-ή·
ἡ χύτρα ἣν ἡτοίμαζον τοῖς καθαίρουσι τὰς πόλεις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαρμακή
Headword (normalized):
φαρμακή
Headword (normalized/stripped):
φαρμακη
IDX:
110318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110319
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρμᾰκ-ή·</span> <span class="foreign greek">ἡ χύτρα ἣν ἡτοίμαζον τοῖς καθαίρουσι τὰς πόλεις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}