Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαράω
φαρβό
φάργμα
φάργνυμι
φαρεός
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρθένος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
φάριον
φαρκάζω
φαρκιδόομαι
φαρκιδώδης
φαρκίς
φαρκτοομαι
φαρκτός
View word page
φαρθένος
φαρθένος,
A). = παρθένος , IG 5(2).262.28 , 31 (Mantinea, v. B.C.), 12.555 , 650 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρθένος
Headword (normalized):
φαρθένος
Headword (normalized/stripped):
φαρθενος
IDX:
110296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρθένος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">παρθένος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(2).262.28 </span>,<span class="bibl"> 31 </span> (Mantinea, v. B.C.), <span class="bibl"> 12.555 </span>, <span class="bibl"> 650 </span>.</div> </div><br><br>'}