Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
φάραι
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαρατρίτας
φαράω
φαρβό
φάργμα
φάργνυμι
φαρεός
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρθένος
φαρία
φαρικόν
φάρινος
View word page
φάργνυμι
φάργ-νῡμι,
A). v. φράγνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάργνυμι
Headword (normalized):
φάργνυμι
Headword (normalized/stripped):
φαργνυμι
IDX:
110289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάργ-νῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φράγνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}