Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαραγγαῖον
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
φάραι
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαρατρίτας
φαράω
φαρβό
φάργμα
φάργνυμι
φαρεός
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
φαρθένος
φαρία
View word page
φαρβό
φαρβό,
A). v. φαρυμός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρβό
Headword (normalized):
φαρβό
Headword (normalized/stripped):
φαρβο
IDX:
110287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110288
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρβό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαρυμός.</span> </div> </div><br><br>'}