Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαοστασία
φάρ
φαραγγαῖον
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
φάραι
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαρατρίτας
φαράω
φαρβό
φάργμα
φάργνυμι
φαρεός
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
φαρετρίτης
φαρετροφόρος
View word page
φαρατρίτας
φαρατρίτας,
A). v. φαρετρίτης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαρατρίτας
Headword (normalized):
φαρατρίτας
Headword (normalized/stripped):
φαρατριτας
IDX:
110285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαρατρίτας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαρετρίτης.</span> </div> </div><br><br>'}