Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φάο
φαορκίς
φάος
φαοστασία
φάρ
φαραγγαῖον
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
φάραι
φαρανίτης
φαρανῖτις
φαρατρίτας
φαράω
φαρβό
φάργμα
φάργνυμι
φαρεός
φαρέτρα
φαρετρεών
View word page
φάραι
φάραι·
ὑφαίνειν, πλέκειν,
Hsch.
φαραιδάκη·
μυρίκη,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φάραι
Headword (normalized):
φάραι
Headword (normalized/stripped):
φαραι
IDX:
110282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110283
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάραι·</span> <span class="foreign greek">ὑφαίνειν, πλέκειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">φαραιδάκη·</span> <span class="foreign greek">μυρίκη,</span> Id.</div><br><br>'}