Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
φανταστής
φανταστός
φάντης
φαντικός
φαντός
φάντωρ
φανυλός
φάο
φαορκίς
φάος
φαοστασία
φάρ
φαραγγαῖον
φαραγγίτης
φαραγγόω
φαραγγώδης
φάραγξ
View word page
φανυλός
φανυλός,
A). v. φάγιλος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φανυλός
Headword (normalized):
φανυλός
Headword (normalized/stripped):
φανυλος
IDX:
110271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110272
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φανυλός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φάγιλος.</span> </div> </div><br><br>'}