Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
φαντασιοπλήκτως
φαντασιόω
φάντασις
φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
φανταστής
φανταστός
φάντης
φαντικός
φαντός
φάντωρ
φανυλός
φάο
φαορκίς
View word page
φαντασμάτιον
φαντᾰς-μάτιον
,
τό
,
A).
miserable phantom,
Plu.
2.766b
.
ShortDef
miserable phantom
Debugging
Headword:
φαντασμάτιον
Headword (normalized):
φαντασμάτιον
Headword (normalized/stripped):
φαντασματιον
IDX:
110263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110264
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαντᾰς-μάτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">miserable phantom,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.766b </span>.</div> </div><br><br>'}