Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φανός
φανότης
φάνσις
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
φαντασιαστικός
φαντασιοκοπέω
φαντασιοκόπος
φαντασιοπλήκτως
φαντασιόω
φάντασις
φαντασιώδης
φάντασμα
φαντασμάτιον
φαντασμός
φανταστής
φανταστός
φάντης
φαντικός
View word page
φαντασιοπλήκτως
φαντᾰσιο-πλήκτως, Adv.
A). like one who is mad on showing off, M.Ant. 1.7 .


ShortDef

like one who is mad on showing off

Debugging

Headword:
φαντασιοπλήκτως
Headword (normalized):
φαντασιοπλήκτως
Headword (normalized/stripped):
φαντασιοπληκτως
IDX:
110258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110259
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαντᾰσιο-πλήκτως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like one who is mad on showing off,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:1:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:1.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 1.7 </a>.</div> </div><br><br>'}