Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανήῃ
φάνης
φανητιασμός
φανίον
φανοίην
φανόμηρις
φανόπτης
φανός
φανός
φανότης
φάνσις
φαντάζω
φαντασία
φαντασιάζομαι
φαντασιαστής
View word page
φανοίην
φᾰνοίην, φάνοισθε, fut. opt. Act. and Med. of φαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φανοίην
Headword (normalized):
φανοίην
Headword (normalized/stripped):
φανοιην
IDX:
110244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110245
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰνοίην</span>, <span class="orth greek">φάνοισθε</span>, fut. opt. Act. and Med. of <span class="foreign greek">φαίνω.</span> </div><br><br>'}