Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φανερομισής
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανήῃ
φάνης
φανητιασμός
φανίον
φανοίην
φανόμηρις
φανόπτης
φανός
φανός
φανότης
φάνσις
View word page
φανήῃ
φᾰνήῃ, Ep. for φανῇ: φανήμεναι, Ep. for φανῆναι;
A). v. φαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φανήῃ
Headword (normalized):
φανήῃ
Headword (normalized/stripped):
φανηη
IDX:
110240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110241
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰνήῃ</span>, Ep. for <span class="foreign greek">φανῇ</span>: <span class="orth greek">φανήμεναι</span>, Ep. for <span class="foreign greek">φανῆναι;</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαίνω.</span> </div> </div><br><br>'}