Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαναῖος
φάναξ
φαναός
φανάπτης
φανάριον
φανάω
φανδόν
φάνδουρος
φανερομισής
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
φανερωτής
φανή
φανήῃ
φάνης
φανητιασμός
View word page
φανεροποίησις
φᾰνερο-ποίησις
,
εως
,
ἡ
,
A).
illustration, explanation,
Gloss.
ShortDef
illustration, explanation
Debugging
Headword:
φανεροποίησις
Headword (normalized):
φανεροποίησις
Headword (normalized/stripped):
φανεροποιησις
IDX:
110232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110233
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰνερο-ποίησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">illustration, explanation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}