Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
φάναξ
φαναός
φανάπτης
φανάριον
φανάω
φανδόν
φάνδουρος
φανερομισής
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
φανερόω
φανέρωσις
View word page
φανάω
φᾰνάω
,
A).
=
<φαίνειν> θέλω
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φανάω
Headword (normalized):
φανάω
Headword (normalized/stripped):
φαναω
IDX:
110227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110228
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰνάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek"><φαίνειν> θέλω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}