Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
φάναξ
φαναός
φανάπτης
φανάριον
φανάω
φανδόν
φάνδουρος
φανερομισής
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
φανερόφιλος
View word page
φανάπτης
φᾱνάπτης, ου, ,
A). lamplighter, Stud.Pal. 10.251A2 (vi A. D.), etc.


ShortDef

lamplighter

Debugging

Headword:
φανάπτης
Headword (normalized):
φανάπτης
Headword (normalized/stripped):
φαναπτης
IDX:
110225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110226
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾱνάπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lamplighter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stud.Pal.</span> 10.251A2 </span> (vi A. D.), etc.</div> </div><br><br>'}