Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
φάναξ
φαναός
φανάπτης
φανάριον
φανάω
φανδόν
φάνδουρος
φανερομισής
φανεροποιέω
φανεροποίησις
φανερός
φανερότης
View word page
φαναός
φαναός,
A). v. φάγιλος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαναός
Headword (normalized):
φαναός
Headword (normalized/stripped):
φαναος
IDX:
110224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110225
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαναός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φάγιλος.</span> </div> </div><br><br>'}