Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
φάναξ
φαναός
φανάπτης
φανάριον
φανάω
φανδόν
φάνδουρος
φανερομισής
φανεροποιέω
View word page
φάναι
φάναι [ᾰ], inf. of φημί; but φᾶναι, inf. aor. of φαίνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάναι
Headword (normalized):
φάναι
Headword (normalized/stripped):
φαναι
IDX:
110221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110222
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάναι</span> <span class="foreign greek">[ᾰ</span>], inf. of <span class="foreign greek">φημί;</span> but <span class="orth greek">φᾶναι</span>, inf. aor. of <span class="foreign greek">φαίνω.</span> </div><br><br>'}