Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φάλυρα
φαλύσσεται
φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
φάναξ
φαναός
φανάπτης
φανάριον
φανάω
φανδόν
φάνδουρος
View word page
φαμμάστρια
φαμμάστρια· τὰ ψαιστά, καὶ ἑορτή τις, Hsch. φάμμη· ἄλφιτα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαμμάστρια
Headword (normalized):
φαμμάστρια
Headword (normalized/stripped):
φαμμαστρια
IDX:
110219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαμμάστρια·</span> <span class="foreign greek">τὰ ψαιστά, καὶ ἑορτή τις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">φάμμη·</span> <span class="foreign greek">ἄλφιτα,</span> Id.</div><br><br>'}